- μεσουρανοῦντα
- μεσουρανέωto be in mid-heavenpres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)μεσουρανέωto be in mid-heavenpres part act masc acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεσουρανώ — (ΑM μεσουρανῶ, έω) (για ουράνια σώματα) βρίσκομαι στο μέσο τού ουρανού, διέρχομαι από τον μεσημβρινό ενός τόπου, είμαι στο κατακόρυφο σημείο («οἷον ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἄστρα ἀνίσχοντα καὶ δύνοντα μείζω φαίνεται ἢ μεσουρανοῡντα», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ … Dictionary of Greek